- λοιμός
- οκάθε μολυσματική και θανατηφόρα επιδημία: Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού πέθαναν από λοιμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λοιμός — plague masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek
λοιμοῖο — λοιμός plague masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμοῖς — λοιμός plague masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμοί — λοιμός plague masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμοῦ — λοιμός plague masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμούς — λοιμός plague masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμῷ — λοιμός plague masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμόν — λοιμός plague masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός … Dictionary of Greek